-
1 βυθιζω
1) погружать в воду, топить(μίαν τριήρη Polyb.)
2) med.-pass. тонуть(ξύλον οὐ βυθίζεται Arst.; ἥ ναῦς βυθισθεῖσα Diod.; τὰ σκάφη ἐβυθίσθη Plut.)
3) поглощать4) ввергать
1 βυθιζω
(μίαν τριήρη Polyb.)
(ξύλον οὐ βυθίζεται Arst.; ἥ ναῦς βυθισθεῖσα Diod.; τὰ σκάφη ἐβυθίσθη Plut.)